- θαυμαστοτέρα
- θαυμαστοτέρᾱ , θαυμαστόςwonderfulfem nom/voc/acc comp dualθαυμαστοτέρᾱ , θαυμαστόςwonderfulfem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θαυμαστότερα — θαυμαστός wonderful neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμαστοτέραν — θαυμαστοτέρᾱν , θαυμαστός wonderful fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεφερτίτη — (14ος αι. π.Χ.). Βασίλισσα της Αιγύπτου. Ήταν σύζυγος του φαραώ Αμένοφη Δ’ του «αιρετικού βασιλιά», που άλλαξε σε Αχενατόν το ίδιο του το όνομα προς τιμήν της λατρείας του θεού Ατούμ (Ατόν), την οποία προσπάθησε να επιβάλει στη θέση της παλιάς… … Dictionary of Greek